- πανοπλία
- armure
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πανοπλία — πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc/acc dual πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — η το σύνολο των όπλων και εξαρτημάτων του πολεμιστή, αλλ. αρματωσιά: Η πανοπλία της εποχής του Ομήρου ήταν σύνολο επιθετικών και αμυντικών μέσων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανοπλίας — πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem acc pl πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίαι — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίαν — πανοπλίᾱν , πανοπλία suit of armour of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паноплия — (Πανοπλία) полное вооружение греческого гоплита, состоявшее из поножей, лат, с внутренним и наружным поясом, меча, висевшего на левом боку, круглого щита, шлема и копья … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
πανοπλιῶν — πανοπλία suit of armour of a fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίαις — πανοπλία suit of armour of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίη — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)